ιριδίζω

ιριδίζω
αμετ. переливаться всеми цветами радуги

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιριδίζω" в других словарях:

  • ιριδίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιριδίζω — [ίριδα] εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, παρουσιάζω ιριδισμούς …   Dictionary of Greek

  • ιριδίζω — ισα, αμτβ., εμφανίζω ιριδισμούς, κάνω τα χρώματα της ίριδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • ιρίζω — ἰρίζω (Α) [ίρις] πάπ. εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, ιριδίζω …   Dictionary of Greek

  • ιριδιστός — ή, ό [ιριδίζω] αυτός που εμφανίζει τα χρώματα τής ίριδας, αυτός που κάνει ιριδισμούς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»